«Το κατοχικό δάνειο είναι µια γερµανική υποχρέωση που δεν έχει σχέση µε τις πολεµικές αποζηµιώσεις»
Εξι δισεκατοµµύρια ευρώ!(χωρίς τόκους και προσαυξήσεις) Αυτό είναι το ύψος σε σηµερινές τιµές του κατοχικού δανείου που υποχρεώθηκε να καταβάλει το ’42 η χώρα µας; στη ναζιστική Γερµανία.
Τι(ς) πταίει και τελικά αυτά τα δανεικά παραµένουν αγύριστα; Η πολιτική τού ένος βήµα µπρος- δύο πίσω που ακολούθησαν όλες οι ελληνικές µεταπολεµικές κυβερνήσεις.
Ατολµία; Αδυναµία; Δουλοπρέπεια; Το βέβαιο είναι ότι µπροστά στο θρύλο της «νέρµονικής ισχύος» η χώρα συµπεριφέρθηκε µε ένα σύµπλεγµα κατωτερότητας.
Το αντιλαµβάνεται κανείς και από το 70ετές παρα¬σκήνιο που ξετυλίγει ο καθηγητής Νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ (dangel@enet.gr) Ι ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΛΕΥθΕΡΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΨΙΛΟΝ
Τον Μάρτιο του 1942, ενώ ο λιµός θέριζε ήδη την κατεχόµενη Αθήνα, η Γερµανία και η Ιταλία αποφάσισαν στη Ρώµη ότι οι µη¬νιαίες δαπάνες των κατοχικών στρατευµά¬των στην Ελλάδα πάνω από το ποσό του 1,5 δισεκατοµµυρίου πληθωριστικών δραχµών θα καλύπτονται µε ποσά που η Ελλάδα θα δάνειζε άτοκα στις κατοχικές δυνάµεις. Ηταν µια λύση της τελευταίας στιγµής προκειµέ¬νου κάπως να αποτραπεί η κατάρρευση της οικονοµίας, καθώς και να αµβλυνθεί η διο¬γκούµενη αντίσταση των Ελλήνων εξαιτίας των άθλιων συνθηκών που είχε δηµιουργή-σει η Κατοχή. Πράγµατι, υπήρξαν πολλές τέ¬τοιες µεταφορές χρηµάτων από την Τράπε¬ζα της Ελλάδος στις γερµανικές (και ιταλικές) αρχές, οι οποίες µε τη σειρά τους άρχισαν να αποπληρώνουν το δάνειο, επιστρέφοντας περίπου το ένα έκτο των χρηµάτων. Μετά την Απελευθέρωση, ο αναβαθµισµένος ρο¬λος της Γερµανίας στον Ψυχρό Πόλεµο και το αντικοµµουνιστικό µετεµφυλιακό ελλη-νικό κράτος δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα τη σθεναρή διεκδίκηση του χρέους. Μάλιστα, η Συµφωνία του Λονδίνου του ’53 για τη ρύ謵ιση των γερµανικών χρεών ανέβαλε -ντε φάκτο- την εξέταση όλων των διεκδικήσε¬ων που πηγάζουν από τον Πόλεµο µέχρι τη σύναψη συνθήκης ειρήνης µε µια ενωµένη πια Γερµανία. Οι δύο Γερµανίες ενώθηκαν το 1990, αλλά έκτοτε η γερµανική πλευρά σφυρίζεl αδιάφορα κάθε φορά που, µε κά¬ποια χαλαρότητα, βάζει το ζήτηµα η ελλη¬νική πλευρά. Το θέµα εξηγεί στο «ΕΨΙΛΟΝ» ο ιστορικός χάγκεν Φλάισερ, καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και 26 χρόνια έλ¬ληνας πολίτης. Παρά τις γερµανικές ρίζες του, συγκαταλέγεται στις λίγες φωνές που επιµένουν να θυµίζουν το ζήτηµα του κα¬τοχικού δανείου.
Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του κατοχικού δανείου (Κ.Δ.);
«Το Κ.Δ. αποτελεί συµ¬βατική υποχρέωση της Γερµανίας προς την Ελλάδα, που έχει αναγνωριστεί έµπρακτα ακόµη και από τους Ναζί. Είναι ειδική περί¬πτωση. Κανένα άλλο κράτος δεν έχει παρό-µοια αξίωση προς τη Γερµανία. Η ελληνική πλευρά πρέπει να τονίζει ότι το Κ.Δ. δεν αφο¬ρά τα έξοδα κατοχής, τα οποία, σύµφωνα µε το πολεµικό δίκαιο, τα πληρώνει η κατε¬χόµενη χώρα, αλλά χρήµατα που υπερέβαι¬ναν το ποσό που είχαν ορίσει οι Γερµανοί και οι Ιταλοί ως οροφή των εξόδων κατοχής. Η ελληνική πλευρά πρέπει επίσης να τονίζει ότι το Κ.Δ. δεν έχει σχέση µε τις επανορθώσεις, διότι µη βαυκαλιζόµαστε: 70 χρόνια “µετά το φονο” (την εισβολή), καµία γερµα¬νική κυβέρνηση δεν πρόκειται να πληρώσει πολεµικές επανορθώσεις».
Υπάρχουν ακόµα σήµερα περιθώρια διεκ¬δίκησης του Κ.Δ.;
«Θα ήταν σίγουρα καλύ¬τερα αν η Ελλάδα είχε ξεκινήσει να διεκδι¬κεί σθεναρά το δάνειο αµέσως µετά τη γερµα¬νική ενοποίηση. Δεν υπάρχει, βέβαια, χρο¬νικό όριο παραγραφής του δανείου, αλλά τότε η οικονοµική κατάσταση της Ελλάδας δεν βρισκόταν στα σηµερινά χάλια. Σήµερα οι Γερµανοί προβάλλουν το επιχείρηµα ότι οι Ελληνες θυµήθηκαν το Κ.Δ. τώρα που φο¬βούνταl µη χρεοκοπήσουν».
Εχοuv δίκιο;
«OXI .ΔΕV αληθεύεl πως η Ελλά¬δα θυµήθηκε µόλις τώρα το Κ.Δ. Το έβαζε το ζήτηµα και παλιότερα, αν και, είναι αλή¬θεια, χωρίς ιδιαίτερο σθένος. Άλλωστε, πρέ¬πει να θυµίζουµε στους Γερµανούς ότι από τη Συµφωνία του Λονδίνου το 1953 ώς τη γερµανική ενοποίηση το 1990 το ρολόι είχε σταµατήσει. Η Συµφωνία αυτή είχε παγώ¬σει τη ρύθµιση “των αξιώσεων που πηγά¬ζουν από τον πόλεµο” (ντε φάκτο) µέχρι τη σύναψη συνθήκης ειρήνης µε µια ενωµένη πια Γερµανία. Η ρύθµιση αυτή αποτελούσε καρπό συµπαιγνίας των ΗΠΑ και της Δυτ. Γερµανίας, σφου µε τα δεδοµένα του Ψυ¬χρου Πολέµου κανείς δεν περίµενε πια µια τέτοια εξέλιξη. Σε µια µελέτη µου στα γερ¬µανικά µε τον τίτλο ‘ΌI ελληνικές καλένδες της γερµανικής διπλωµατίας” επισήµαινα πως είναι ανήθικο να επικαλείσαι σήµερα την παρέλευση του χρόνου, την οποία εσύ ο ίδιος έχεις προκαλέσει µέσω µιας στρα¬τηγικής συνεχών αναβολών».
Υπήρξαν άλλα επιχειρήµατα της γερ-µανικής πλευράς κατά της αποπληρω¬µής του Κ.Δ.;
«Κάποια στιγµή οι Γερµανοί ισχυρίστηκαν ότι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, κατά την επίσκεψή του στη Βόννη το ’58, είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του Κ.Δ. και των επανορθώσεων. όμως ο ίδιος ο Καραµανλής το διέψευσε και οι Γερµανοί, που δεν µπόρεσαν να βρουν κάποιο σχετι¬κό έννρσφο, αναγκάστηκαν να πουν ότι η παραίτηση ήταν προφορική – κάτι που βέ-βαια δεν έχει καµία νοµική ισχύ. Έπειτα η γερµανική πλευρά επικαλέστηκε το επιχεί¬ρηµα ότι το Κ.Δ. εξατµίστηκε, διότι η Αθή¬να, κατά τη νοµισµατική µεταρρύθµιση µετά την Απελευθέρωση, κατά την οποία µία και¬νούργια δραχµή ήταν ίση µε 50 δισεκατﵬµύρια πληθωριστικές δραχµές, δεν φρόντι¬σε να εξαιρέσει τις διεκδικήσεις της από το εξωτερικό. Αλλά η Γερµανία δεν προχώρη¬σε σε διαπραγµάτευση αυτού του θέµατος µε οικονοµικά και νοµικά κριτήρια. Μόνο αν καθίσεις στο ίδιο τραπέζι µε την άλλη πλευ¬ρά µπορείς να καταλήξεις σε συµβιβασµό».
Σήµερα πώς µπορεί να κινηθεί η ελλη-νική πλευρά;
«Νοµίζω ότι µπορεί τουλάχι¬στον να χρησιμοποιήσει το Κ.Δ. ωι; διαπραγµατευτικό χαρτί στις ελληνογερµανικές συνοµιλίες. Εφόσον οι δύο χώρες διαφω¬νούν σ’ αυτό το θέµα πρέπει να αναγνωρι¬στεί η διαφωνία τους και να παραπεµφθεί το θέµα σε διεθνές δικαστήριο ή άλλο βήµα. Υπάρχει, άλλωστε, ιστορικό προηγούµενο. Για δεκαετίες η Ελλάδα διεκδικούσε γερµανικές αποζηµιώσεις σχετικά µε την πρώτη περίοδο του Α Παγκοσµίου Πολέµου, όταν η Ελλάδα ήταν ουδέτερη. Η υπόθεση τελι¬κά κρίθηκε σε διαιτητικό δικαστήριο το 1974: 60 χρόνια µετά το γεγονός. Το δικαστήριο επιδίκασε στην Ελλάδα 47 εκατοµµύρια µάρ¬κα, πολύ καλό ποσό για εκείνη την εποχή. Ακόµα και τότε οι Γερµανοί επικαλούνταν το µεγάλο χρονικό διάστηµα που είχε περάσει. Μάλιστα, οι γερµανικές εφηµερίδες έγρα¬φαν κοροϊδευτικά ότι σε λίγο οι Έλληνες θα ξεκινήσουν δικαστική αντιπαράθεση µε το Ιράν, διεκδικώντας πολεµικές αποζηµιώσεις για τη Σαλαµίνα και τον Μαραθώνα!
Σήµερα ποια είναι η στάση του γερµανικού Τύπου στο θέµα του Κ.Δ.;
«Επικρατεί πλήρης άγνοια. Το θέµα δεν υπάρχει, ακόµη και σε σοβαρές εφηµερίδες. Για να είχε γίνει γνωστό στον γερµανικό τύπο, στη “δηµόσιο ακροατήριο”, έπρεπε να είχε κινηθεί κα¬τάλληλα η Ελλάδα σε ανύποπτο χρόνο. Στη δεκαετία του ’60, για το θέµα των αποζηµιώσεων του Α Παγκοσµίου Πολέµου η ελ¬ληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία µε µεγάλο γερµανικό νοµικό γραφείο, είχε δηµο¬σιεύσει πληρωµένες καταχωρίσεις για το θέµα σε έγκυρες εφηµερίδες της Ο.Δ.Γ.
Πώς βρίσκετε το επιχείρηµα ότι, όπως και να ‘χει, οι Γερµανοί µάς έχουν επιστρέψει τα χρεωστούµενα είτε µέσω της Ε.Ε. είτε µε τον τουρισµό;
«Το βρίσκω υποκριτικό και άστοχο. Η Ο.Δ.Γ. “υποστηρίζει µέσω του τουρισµού ή υπερεθνικών ορ¬γανισµών και χώρες όπως την πορτογαλία και την Ι ρλανδία , στις οποίες ποτέ δεν πάτη¬σε πόδι στρατιώτης της Βέρµαχτ. Επί πλέ¬ον, η προώθηση του µοντέλου της δυτικής Ευρώπης εξυπηρετεί κυρίως τις εξαγωγικές χώρες, διότι δηµιουργεί νέες αγορές για τα προϊόντα τους. Η Γερµανία είναι από τκ; µε¬γαλύτερες εξαγωγικές χώρες Ας δούµε, π-χ., τις εξαγωγές οπλικών συστηµάτων. Πάντα µας λέγανε σπάταλους οι διπλωµάτες και πολιτικοί της ΟΔΓ, όπως και άλλων δυτικών χωρών, και µας συνιστούσαν να “νοικοκυ¬ρευτούµε”. Παράλληλα, όμως µας πίεζαν να αγοράσουµε πρώτα τα υπέροχα δικά τους τανκς, υποβρύχια και αεροπλάνα. Υπάρχει φαρισαϊσµός σ’ αυτήν τη στάση. Ο µέσος Γερµανός πρέπει να καταλάβει ότι για την κατάσταση της οικονοµίας και των δοµών της Ελλάδας οι αιτίες είναι και εξωγενείς.
Η επιστηµονική κοινότητα της Γερµα-νίας είναι πιο ανοιχτή στο ζήτηµα του Κ.Δ.;
«Ναι, εν µέρει τουλάχιστον. Αλλά σε διαλέξεις µας, στο Βερολίνο ή αλλού, πόσοι έρχονται; Μερικές εκατοντάδες, οι µισοί µά¬λιστα Ελληνες ή φιλέλληνες. τις σχετικές επι¬στηµονικές µελέτες πόσοι θα τις διαβάσουν άραγε; Δύο-τρεις χιλιάδες; Ενώ τη λαϊκή φυλ¬λάδα “Μπιλντ”, µε το µεγαλύτερο τιράζ της Ευρώπης, τη διαβάζουν κάθε µέρα 15 µε 20 εκατοµµύρια Γερµανοί. Και “ενηµερώνονταΙ” ότι οι Ελληνες παίρνουν σύνταξη στα 45, ότι έχουν όλοι τους; εξοχικό, δεν πληρώνουν φό¬ρους. ότι πάνε 5-6 βδοµάδες το χρόνο διακοπές. Η εικόνα της Ελλάδας σε κάποιες “σοβαρές” εφηµερίδες (όπως η οµόσταβλη της “Μπιλντ” WELT ή η FAZ τής Φραγκφούρτης) δεν είναι πολύ καλύτερη, απλώς το στυλ λιγότερο χυδαίο. Γι’ αυτό ο µέσος Γερµανός νιώθει σαν κορόιδο που δουλεύει για να κάθονται οι Ελληνες. Πρόσφατα µάλιστα µια παιδική εκποµπή της τηλεόρασης προέτρεπε τα Γερµανάκια πώς να αποταµιεύουν “για να µην την πάθουν σαν τους Ελληνες”. Σκεφτείτε, σε παιδική έκπομπή»
Δεν υπάρχει στη Γερµανία εναλλακτική ανάγνωση της ελληνικής κρίσης; Τι στάση τηρούν τα κόµµατα;
«Υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες σε ορισµένα ΜΜΕ, σε συνε¬τούς αναλυτές, στην αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδηµοκρατών και των Πρασίνων, οκοµη και σε κυβερνητικά στελέχη, αναφέρω ενδεικτικά τον Σόιµπλε. Αλλά δεν αποτελούν κύριο ρεύµα. Ενιαία στάση τηρεί µόνο το µετακοµουνιστικό κόµµα, που όµως εκπροσωπεί µονοψήφιο ποσοστό στην άλλοτε Δυτική Γερµανία και 20-25% στην Ανατολική. Αλλά οι δυτικοί θεωρούν και τους Ossies, τους ανατολικούς, λίγο τεµπέληδες, και έτσι η φραστική υποστήριξη της Ελλάδας από τους µετακοµουνιστές λειτουργεί µάλλον ως µπούµεραγκ. Βέβαια, όσο ήταν καγκελάριος ο Κολ, η αντιπολίτευση Σοσιαλδ笵οκρατών και Πρασίνων επιβεβαίωνε τους “συντροφους;” στο ΠΑΣΟΚ ότι ήταν πρόθυµοι να συζητήσουν ακόµη και την εκκρεµότητα του Κ.Δ. µόλις θα έρχονταν αυτοί στην εξουσία. Οµως, από τη στιγµή που το 1998 οι Σρέντερ – Φίσερ ανέλαβαν την κυβέρνη¬ση, το ξέχασαν. Δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα, άλλα να λένε τα κόµµατα στην αντιπολίτευση και άλλα στην κυβέρνηση.
Η ελληνική πλευρά έπρεπε να έχει κά¬νει κάτι διαφορετικά;
«Νοµίζω ότι έπρεπε να έχει κρατήσει πιο σθεναρή στάση. Ενδει¬κτικά αναφέρω τις διαπραγµατεύσεις για το Σύµφωνο του Λονδίνου που κράτησαν έναν ολόκληρο χρόνο. Τότε η Ελλάδα ήταν η µόνη ενδιαφερόµενη χώρα που δεν είχε στείλει µόνιµη αντιπροσωπία».
Αυτή η στάση οφείλεται σε ανικανότητα ή σε δουλοπρέπεια των ελληνικών µεταπολεµικών κυβερνήσεων;
«Δουλο-πρέπεια είναι κάπως βαριά λέξη, αλλά φο¬βάµαι ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην Ελλάδα έχουµε την ιδιαιτερότητα του Εµφυλίου. Η µεγαλύτερη αντιστασιακή δύ¬ναµη, το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ, ήταν η ηττημένη παράταξη του Εµφυλίου, ενώ στην εξουσία βρέθηκαν όλοι οι άλλοι, ανάµεσά τους και εκείνοι που ποτέ δεν πολέµησαν τους κο¬τακτητές ή ενδεχοµένως συνεργάστηκαν κιόλας µαζί τους. Ετσι, όταν τον Δεκέµβριο του ’50 έφτασαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύ¬ουσες οι πρώτοι διπλωµάτες της νεοϊδρυ¬θείσας Ομοσπονδιακή Δυτική Γερμανία, η µόνη χώρα στην οποία ο γερ¬µανός πρέσβης µπορούσε να χρησιµοποιήσει την κατοχική ορολογία και ν’ αποκαλέσει τους αντάρτες “συµµορίτες” ήταν η Ελλάδα, αφού η κυβερνώσα παράταξη χρησιµοποι-ούσε την ίδια γλώσσα.
Σε ποιαν άλλη χώρα ο πρώτος πρόεδρος της επανιδρυθείσας Εταιρείας Γερµανο-Ελληνική Φιλίας, μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ήταν πρώην υπουργός κατοχικής κυβέρνησης;
Πού αλλού θα έκλιπαρούσαν κορυφάίοι παράγοντες (όπως ο στρατάρχης Παπάγος) τον γερµανό πρέσβη ότι η χώρα χρειάζεται τις “στρατιωτικές αρε¬τές;” των Γερµανών για να αντιµετωπίσει τον κοµµουνιστικό κίνδυνο;
Έτσι, στην Ελλάδα οι Γερµανοί δεν βρέθηκαν στην ανάγκη να ελέγξουν, να αναθεωρήσουν αυτά που έλεγαν και έκαναν»
Αυτή η στάση συνεχίστηκε και µετά το πέρας του Ψυχρού Πολέµου;
«Ναι. Τη δεκαετία του ’90 η κυβέρνηση Κλίντον απέσπασε από το γερµανικό κράτοτος; και τη νέρµανική βιοµηχανία µεγάλες αποζηµιώσεις υπέρ εµιγκρέδων και πρώην καταναγκαστικά εργαζόµενων δούλων. Ανώτερο στέλεχος του γερµανικού υπουργείου Εξωτερικών µου παραπονιόταν (το 1995) πως “οι Αµερικανοί κατάφεραν να µας εκβιάσουν, και τώρα οι Ελληνες επιχειρούν το ίδιο” – προσθέτοντας µέ µπόλικο σαρκασµό, “έεε, υπάρχει και µια µικρή διαφορά στο εκτόπισµα των δύο χωρών”. Περίπου την ίδια περίοδο, ένας γερµανός πρέσβης, όταν τον ρωτησα ποια είναι η γερµανική στάση στο θέµα των χρεών του πολέµου, απάντησε εξίσου κυνικά: “Πολύ απλή: δεν θέλουµε να πληρώσουµε”. Και πρόσθεσε: “Παρακαλώ, όµως, µην επικαλεστείτε τα λόγια µου ….. »
Οι ελληνικές κυβερνήσεις τι στάση κράτησαν µετά την ενοποίηση;
«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που τότε ήταν στα πράγµατα, τηρούσε πολύ χαµηλούς τόνους στο ζήτηµα των διεκδικήσεων. Φοβάμε όμως πως τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, µάλλον ούτε το ΠΑΣΟΚ το πίστευε σθεναρά. Θυµάµαι συγκεκριµένα περιστατικά, συζητήσεις µε ηγετικά στελέχη, που θεωρούσαν το θέµα λήξαν, “πεθαµένο”!
Και όταν το ΠΑΣΟΚ επανέκαµψε στην εξουσία, διίσταντο οι απόψεις τους περί του πρακτέου, δηλαδή ποια στάση τελικά συνέφερε τη χώρα. Συζητούσα επανειλημμένα το ζήτηµα µε ανθρώπους που ήταν κοντά στον Ανδρέα, και τον “έσπρωχναν”, Π.χ. µε τον Χυτήρη, τον Λιβάνη, τον Κ. Παπούλια. Πραγµατικά, λίγο πριν µπει στο Ωνάσειο, ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε µια κίνηση να θέσει το ζήτηµα στους Γερµανούς. Δυστυχώς, όµως προτού ακόµα παραδοθεί η ελληνική νότα, βγήκε µεγάλη εφηµερίδα (το ‘ΈΘΝΟΣ’‘) µε µεγάλους, επιθετικούς τίτλους και, ουσιαστικά, το έκαψέ το θέµα. Είχε βγει τότε ο Μπουρλογιάννης, ο πρέσβης µας στη Βόννη, και διαµαρτυρήθηκε ότι τον αχρήστευσαν µε τέτοιους χέιρισµους
Αργότερα, ο Σηµίτης, παρόλο που τον κατηγορούν, προσπάθησε να θεµελιώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις.
Το 2001, Π.χ., συγκρότησε επιτροπή εµπειρογνώµων από υπηρεσιακούς παράγοντες µε πρόεδρο τον νοµικό του σύµβουλο και αλησµόνητο συνάδελφο Γιώργο Παπαδηµητρίου.
Ηµουν ιστορικός σύµβουλος της Επιτροπής. Το πόρισµά µας, το δίκιο της ελληνικής διεκδίκησης, ιδίως και ως προς το Κ.Δ, το προέβαλε τότε η ελληνική πλευρά στον καγκελάριο Σρέντερ και στον υπουργό Εξωτερικών Φίσερ.
Ο Παπαδηµητρίου µου περιέγραψε πολύ χαρακτηριστικά την αντίδραση των Γερµανών: “Σαν να υψωθήκέ µπροστά µας ένας γυάλινος τοίχος ξαφνικά πάγωσαν τα χαµόγελα των συνοµιλητών µας, απέκλεισαν κάθε σχετική συζήτηση“».
Τελικά για ποιο ποσό µιλάµε; Γιατί εί¬ναι τόσο δύσκολο να υπολογιστεί;
«Είναι δύσκολο να υπολογιστεί, διότι τότε υπήρχε καλπάζων υπερπληθωρισµός.
Οι τιµές και οι ισοτιµίες άλλαζαν συνεχώς, ανέβαιναν από το πρωί µέχρι το βράδυ. Ανακάλυψα. όµως, στα µέσα της δεκαετίας του ’70, στα υπόγεια των γερµανικών αρχείων, ένα εκτενέστατο υπόµνηµα της τράπεζας του Ράιχ. Υπολογίζει ότι τα ποσά του Κ.Δ. ανέρχονται στα 568 εκατοµµµύρια µάρκα, από τα οποία οι Γερµανοί είχαν επιστρέψει 92 εκατοµµύρια µάρκα την τελευταία δόση, µάλιστα, στις 6/10/1944, έξι µέρες προτού να αποχωρήσουν από την Αθήνα.
Το γεγονός αυτό αποτελεί έµπρακτη αναγνώριση του Κατοχικού Δανείου ως γερµανικού χρέους προς την Ελλάδα!
»Υσολονισµοί της Τραπέζης της Ελλάδος (µε αντιστοιχία 215 εκατ. δολάρια για το 1944-45) δεν απέχουν πολύ από τη γερµανική εκτίµηση. Με τη σηµερινή αγοραστική αξία, το χρέος του Κ.Δ. άτοκα, όπως το επέβαλαν οι κατακτητές το 1942!- ανέρχεται περίπου στα 6 δισεκατοµµύρια ευρώ. Από κει και πέρα υπάρχουν πολλές εναλλακτικές ερµηνείες για το τι επιτόκιο (και ενδεχοµένως ανατοκισµός) θα έπρεπε να προστεθεί. Πολλά νούµερα που κυκλοφο¬ρούν, συχνά ανεύθυνα και ανεξέλεγκτα, βρίσκονται ψηλά στα τρισεκατοµµύρια. Η µόνη έξοδος από αυτόν τον στείρο “πλη¬θωρισµό των αναλύσεων” θα ήταν να δεχθεί η Γερµανία να καθίσει στο ίδιο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων, να συνυπολογίσει το ιστορικά και ηθικό χρέος της, να διατυπώσει τα όποια (αντ)επιχειρήµατά της και να εξεταστούν αυτά. Μόνο τότε θα µπορούσαν οι δύο πλευρές ενδεχοµένως µε κάποια ουδέτερη διαιτησία να καταλήξουν σε συµβιβασµούς και συµψηφισµούς µε τα σηµερινά χρέη της χώρας Το πρόβληµα είναι πώς η άλλη πλευρά θα”πειστεί” να καθίσει σ’ αυτό το τραπέζl …
«Το κατοχικό δάνειο είναι µια γερµανική υποχρέωση που δεν έχει σχέση µε τις πολεµικές αποζηµιώσεις» |
Be First to Comment